ironmonger$501230$ - ορισμός. Τι είναι το ironmonger$501230$
Diclib.com
Λεξικό ChatGPT
Εισάγετε μια λέξη ή φράση σε οποιαδήποτε γλώσσα 👆
Γλώσσα:

Μετάφραση και ανάλυση λέξεων από την τεχνητή νοημοσύνη ChatGPT

Σε αυτήν τη σελίδα μπορείτε να λάβετε μια λεπτομερή ανάλυση μιας λέξης ή μιας φράσης, η οποία δημιουργήθηκε χρησιμοποιώντας το ChatGPT, την καλύτερη τεχνολογία τεχνητής νοημοσύνης μέχρι σήμερα:

  • πώς χρησιμοποιείται η λέξη
  • συχνότητα χρήσης
  • χρησιμοποιείται πιο συχνά στον προφορικό ή γραπτό λόγο
  • επιλογές μετάφρασης λέξεων
  • παραδείγματα χρήσης (πολλές φράσεις με μετάφραση)
  • ετυμολογία

Τι (ποιος) είναι ironmonger$501230$ - ορισμός


Ironmongery         
  • Inside a typical ironmonger's in [[Soignies]] (Belgium)
  • token]] of [[Joseph Moir]], advertising "wholesale and retail ironmongery," 1850.
  • An ironmonger's shop in [[France]], with iron goods and other consumer goods
TYPE OF SHOP
Ironmonger; Ironmonger’s; Ironmongers; Ironware; Ironmonger's
Ironmongery originally referred, first, to the manufacture of iron goods and, second, to the place of sale of such items for domestic rather than industrial use. In both contexts, the term has expanded to include items made of steel, aluminium, brass, or other metals, as well as plastics.
Ironware         
  • Inside a typical ironmonger's in [[Soignies]] (Belgium)
  • token]] of [[Joseph Moir]], advertising "wholesale and retail ironmongery," 1850.
  • An ironmonger's shop in [[France]], with iron goods and other consumer goods
TYPE OF SHOP
Ironmonger; Ironmonger’s; Ironmongers; Ironware; Ironmonger's
·noun Articles made of iron, as household utensils, tools, and the like.
ironmonger         
  • Inside a typical ironmonger's in [[Soignies]] (Belgium)
  • token]] of [[Joseph Moir]], advertising "wholesale and retail ironmongery," 1850.
  • An ironmonger's shop in [[France]], with iron goods and other consumer goods
TYPE OF SHOP
Ironmonger; Ironmonger’s; Ironmongers; Ironware; Ironmonger's
¦ noun Brit. a retailer of tools and other hardware.
Derivatives
ironmongery noun (plural ironmongeries).